-
1 вычесать
-ешу, -ешешь, ρ.σ.μ.1. χτενίζω, βγάζω με το χτένι•вычесать перхоть βγάζαι την πιτυρίδα με το χτένι.
2. χτενίζω•вычесать волосы χτενίζω τα μαλλιά.
3. καθαρίζω•вычесать лен χτενίζω το λινάρι.
-
2 зачесать
-чешу, -чешешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачсанный, βρ: -сан, -а, -оρ.σ.μ.1. χτενίζω•зачесать волосы назад χτενίζω τα μαλλιά πίσω.
2. αρχίζω να χτενίζω.1. χτενίζομαι.2. αρχίζω να χτενίζομαι.. -
3 причесать
-
4 расчёсывать
-
5 уложить
уложить 1) τοποθετώ; \уложить в постель βάζω στο κρεβάτι 2) (упаковать) ταχτοποιώ, μαζεύω; \уложить вещи δένω (или ετοιμάζω) τις αποσκευές* \уложить чемодан ταχτοποιώ τη βαλίτσα μου 3) (сделать причёску): \уложить волосы χτενίζω τα μαλλιά \уложиться (уложить вещи ) ταχτοποιώ τις βαλίτσες μου* * *1) τοποθετώуложи́ть в посте́ль — βάζω στο κρεβάτι
2) ( упаковать) ταχτοποιώ, μαζεύωуложи́ть ве́щи — δένω ( или ετοιμάζω) τις αποσκευές
уложи́ть чемода́н — ταχτοποιώ τη βαλίτσα μου
3) ( сделать причёску)уложи́ть во́лосы — χτενίζω τα μαλλιά
-
6 чесать
чесать 1) ξύνω 2) (гребешком) χτενίζω \чесаться 1) ξύνομαι 2) (зудеть ) έχω φαγούρα* * *1) ξύνω2) ( гребешком) χτενίζω -
7 перечесать
-чешу, -чешешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перечсанный, βρ: -сан, -а, -о; ρ.σ.μ.1. ξαναχτενίζω• χτενίζω αλλιώς.2. χτενίζω (όλους, πολλούς).3. ξαίνω, λαναρίζω.ξαναχτεν ίζομαι. -
8 причесать
-
9 расчесать
ρ.σ.μ.1. χτενίζω•расчесать волосы χτενίζω τα μαλλιά.
|| ξαίνω, λαναρίζω•расчесать шерсть ξαίνω τα μαλλιά.
2. ξύνω, γρατσουνίζω.3. μτφ. παλ. συντρίβω, νικώ. || ξυλοκοπώ.1. χτενίζομαι.2. γρατσουνίζομαι. -
10 чесать
чешу, чешешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. чесанный, βρ: -сан, -а, -оρ.δ.1. ξύνω (για να μαλακώσει η φαγούρα).2. χτενίζω•чесать волосы χτενίζω τα μαλλιά.
3. ξαίνω, λαναρίζω.4. (εκ)καθαρίζω•чесать хлопок καθαρίζω το βαμπάκι.
εκφρ.чесать затылок ή в затылке – ξύνω το κεφάλι (για σκέψη, αμηχανία).1. ξύνομαι•он ходит и -ется αυτός βαδίζει και ξύνεται.
2. με τρώει•тело моё -ется το κορμί μου με τρώει (θέλει ξύσιμο).
3. χτενίζομαι.4. ξαίνομαι, λαναρίζομαι. -
11 причёсывание
η κόμμωση, το χτένισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > причёсывание
-
12 вычесывать
вычесыватьнесов χτενίζω. -
13 причесывать
причесыватьнесов χτενίζω, κτενίζω. -
14 расчесывать
расчесыватьнесов1. (волосы) χτενίζω, κτενίζω·2. (лен, шерсть) ξαίνω, λανα-ρίζω·3. (раздирать кожу) ξύνω, γρατσουνίζω. -
15 укладывать
укладыватьнесов1. βάζω, τοποθετώ, θέτω:\укладывать в постель βάζω στό κρεββάτι· \укладывать спать βάζω νά κοιμηθεἴ2. (упаковывать) συσκευάζω, ἀμπαλλάρω, πακεττάρω·3. (в определенном порядке) τοποθετώ, τακτοποιώ, στοιβάζω:\укладывать дрова στοιβάζω τά ξύλα· \укладывать волосы χτενίζω τά μαλλιά. -
16 чесать
чесатьнесов1. (руку, нос и т. п.) ξύνω, ξέω·2. (волосы) разг χτενίζω, κτε· νίζω·3. текст. ξαίνω, λαναρίζω· ◊ \чесать язык, \чесать языком φλυαρώ. -
17 причесывать
[πριτσιόσυβατ'] ρ. χτενίζω -
18 расчесывать
[ραστσιόσυβατσα] ρ. χτενίζω -
19 чесать
[τσισάτ"] ρ. ξύνω, χτενίζω -
20 причесывать
[πριτσιόσυβατ'] ρ χτενίζω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χτενίζω — χτενίζω, χτένισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χτενίζω — και κτενίζω / κτενίζω, ΝΜΑ 1. διευθετώ, τακτοποιώ με χτένι τα μαλλιά, τα γένεια, το μουστάκι (α. «... στ άφεγγα τή χτενίζει», δημ. Τραγούδι β. «κτενίζεσθαι τὰς κόμας», Ηρόδ.) 2. μτφ. (σχετικά με γραπτό κείμενο) κάνω τελική επεξεργασία, ευτρεπίζω… … Dictionary of Greek
χτενίζω — χτένισα, χτενίστηκα, χτενισμένος 1. τακτοποιώ την κόμη με το χτένι: Χτένισε λίγο τα μαλλιά σου να στρώσουν. 2. επεξεργάζομαι τεχνικότερα ένα σύγγραμμα: Πρέπει να το χτενίσεις ακόμη το έργο σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλύζω — χτενίζω τα μαλλιά με διαλυστήρι, με χτένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλύω με επίδραση τών ρημ. γυαλίζω, χτενίζω] … Dictionary of Greek
κέσκεον — και κεσκίον, τὸ (Α) το στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κέσ κεσ ον, τ. με αναδιπλασιασμένο θ. κεσ που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kes «ξύνω, χτενίζω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. češo «χτενίζω», πιθ. χεττ. kišāi «χτενίζω», τσεχ. pa čes «στουπί», λιθουαν. kasa «πλεξούδα,… … Dictionary of Greek
πέκω — και πείκω Α 1. κουρεύω ζώο 2. (μέσ. και παθ.) πέκομαι και πείκομαι κουρεύομαι 3. φρ. «χαίτην πέκομαι» χτενίζω την κόμη (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πέκω (και πείκω με έκταση για μετρικούς λόγους) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pek t «μαδώ, τραβώ μαλλιά» και… … Dictionary of Greek
πενιουάρ — το άκλ. 1. είδος μικρής μπέρτας από λεπτό ύφασμα που ρίχνουν οι γυναίκες στους ώμους όταν χτενίζονται 2. κοντό ή μακρύ ελαφρό ένδυμα για το σπίτι, ρόμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. peignoir «πρωινό ένδυμα γυναικών» < γαλλ. peigner «χτενίζω» < λατ … Dictionary of Greek
αναπλέκω — (Α ἀναπλέκω και επικ. ἀμπλέκω) 1. πλέκω τα μαλλιά μου προς τα επάνω ή επιμελώς, καλοχτενίζω (στα αρχ. το μέσ 2. (για γραπτό λόγο) επεξεργάζομαι, καλλωπίζω, «χτενίζω» (νεοελλ 1. ξαναπλέκωτα λυμένα μου μαλλιά 2. λύνω τα πλεγμένα μου μαλλιά, ξεπλέκω … Dictionary of Greek
αποπέκω — ἀποπέκω (Α) [πέκω] (για μαλλιά) 1. κουρεύω 2. χτενίζω … Dictionary of Greek
διακρίνω — (AM διακρίνω) 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω, διαστέλλω κάτι από κάτι άλλο 2. παρατηρώ, ξεχωρίζω 3. βλέπω καθαρά 4. ερμηνεύω, εξηγώ (όνειρα, χρησμούς κ.λπ.) 5. ( ομαι) ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι νεοελλ. 1. φροντίζω 2. διακρίνομαι… … Dictionary of Greek
διαξαίνω — (Α διαξαίνω) [ξαίνω] 1. (για μαλλί) ξαίνω καλά, λαναρίζω 2. (για σάρκες) σχίζω, ξεσχίζω, κατασπαράζω αρχ. 1. εκκαθαρίζω, ξεπλένω 2. χτενίζω και δίνω ωραίο σχήμα στα μαλλιά μου 3. διέρχομαι, διασχίζω … Dictionary of Greek